προδιαθέσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
προδιαθέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προδιαθέτω
- θα προδιαθέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προδιαθέτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
προδιαθέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προδιάθεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.