προγάστωρ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | προγάστωρ | οι | προγάστορες |
| γενική | του/της | προγάστορος | των | προγαστόρων |
| αιτιατική | τον/την | προγάστορα | τους/τις | προγάστορες |
| κλητική | προγάστορ | προγάστορες | ||
| Δείτε και το νεότερο «προγάστορας» | ||||
| Κατηγορία όπως «διδάκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προγάστωρ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προγάστωρ < προ- + γαστήρ
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη κοιλαράς
Μεταφράσεις
προγάστωρ
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| γα? (γᾰ): προγαστωρ-, προγαστορ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | προγάστωρ | οἱ/αἱ | προγάστορες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | προγάστορος | τῶν | προγαστόρων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | προγάστορῐ | τοῖς/ταῖς | προγάστορσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | προγάστορᾰ | τοὺς/τὰς | προγάστορᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | προγάστορ | προγάστορες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προγάστορε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | προγαστόροιν | ||||||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ετυμολογία
- προγάστωρ < προ- + -γάστωρ [1] (αρχαία ελληνική γαστήρ)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- προγάστωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προγάστωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.