προβληματισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβληματισμένος η προβληματισμένη το προβληματισμένο
      γενική του προβληματισμένου της προβληματισμένης του προβληματισμένου
    αιτιατική τον προβληματισμένο την προβληματισμένη το προβληματισμένο
     κλητική προβληματισμένε προβληματισμένη προβληματισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβληματισμένοι οι προβληματισμένες τα προβληματισμένα
      γενική των προβληματισμένων των προβληματισμένων των προβληματισμένων
    αιτιατική τους προβληματισμένους τις προβληματισμένες τα προβληματισμένα
     κλητική προβληματισμένοι προβληματισμένες προβληματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προβληματισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προβληματίζω, προβληματίζομαι

Μετοχή

προβληματισμένος, -η, -ο

  1. που προβληματίζεται
  2. ανήσυχος, σκεπτόμενος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.