προβηγκιανά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα προβηγκιανά
      γενική των προβηγκιανών
    αιτιατική τα προβηγκιανά
     κλητική προβηγκιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβηγκιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προβηγκιανός στον πληθυντικό < Προβηγκία < γαλλική Provence

Ουσιαστικό

γλωσσικός χάρτης της Γαλλίας (με κόκκινο χρώμα τα προβηγκιανά)

προβηγκιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γλώσσα)

  1. (γλώσσα) η μεσαιωνική νεολατινική γλώσσα του oc που μιλιέται μέχρι και σήμερα στη νότια Γαλλία, αλλά βρίσκεται σε πλήρη εξασθένηση παρά τις προσπάθειες που γίνονται για αναβίωσή της
     συνώνυμα: οξιτανικά
  2. (ειδικότερα) η λατινογενής διάλεκτος που μιλούν στην επαρχία Προβηγκία της νοτιοανατολικής Γαλλίας

Μεταφράσεις

Επίρρημα

προβηγκιανά

  • στα προβηγικανά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

προβηγκιανά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.