προβηγκιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προβηγκιανός | η | προβηγκιανή | το | προβηγκιανό |
| γενική | του | προβηγκιανού | της | προβηγκιανής | του | προβηγκιανού |
| αιτιατική | τον | προβηγκιανό | την | προβηγκιανή | το | προβηγκιανό |
| κλητική | προβηγκιανέ | προβηγκιανή | προβηγκιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προβηγκιανοί | οι | προβηγκιανές | τα | προβηγκιανά |
| γενική | των | προβηγκιανών | των | προβηγκιανών | των | προβηγκιανών |
| αιτιατική | τους | προβηγκιανούς | τις | προβηγκιανές | τα | προβηγκιανά |
| κλητική | προβηγκιανοί | προβηγκιανές | προβηγκιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προβηγκιανός < Προβηγκία
Επίθετο
προβηγκιανός, -ή, -ό
- σχετικός με την Προβηγκία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.