λατινογενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λατινογενής η λατινογενής το λατινογενές
      γενική του λατινογενούς* της λατινογενούς του λατινογενούς
    αιτιατική τον λατινογενή τη λατινογενή το λατινογενές
     κλητική λατινογενή(ς) λατινογενής λατινογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λατινογενείς οι λατινογενείς τα λατινογενή
      γενική των λατινογενών των λατινογενών των λατινογενών
    αιτιατική τους λατινογενείς τις λατινογενείς τα λατινογενή
     κλητική λατινογενείς λατινογενείς λατινογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λατινογενής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

λατινογενής, -ής, -ές

  • που προέρχεται από τα λατινικά
    οι λατινογενείς γλώσσες

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.