προανάκρουσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προανάκρουσμα τα προανακρούσματα
      γενική του προανακρούσματος των προανακρουσμάτων
    αιτιατική το προανάκρουσμα τα προανακρούσματα
     κλητική προανάκρουσμα προανακρούσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προανάκρουσμα (μαρτυρείται από το 1851)[1] < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προανάκρουσμα ουδέτερο

  1. (λόγιο, μεταφορικά) ενέργεια ή γεγονός που αποτελεί προάγγελο ενός επερχόμενου πιο σημαντικού ή πιο σοβαρού γεγονότος
     συνώνυμα: προάγγελος, πρελούδιο, προοίμιο, οιωνός, πρόδρομος
  2. (μουσική, σπάνιο) πρελούδιο, σύντομο εισαγωγικό μουσικό κομμάτι ενός μεγαλύτερου μουσικού έργου

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 838, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.