προανάκρουσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προανάκρουσμα | τα | προανακρούσματα |
| γενική | του | προανακρούσματος | των | προανακρουσμάτων |
| αιτιατική | το | προανάκρουσμα | τα | προανακρούσματα |
| κλητική | προανάκρουσμα | προανακρούσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προανάκρουσμα (μαρτυρείται από το 1851)[1] < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
προανάκρουσμα ουδέτερο
- (λόγιο, μεταφορικά) ενέργεια ή γεγονός που αποτελεί προάγγελο ενός επερχόμενου πιο σημαντικού ή πιο σοβαρού γεγονότος
- (μουσική, σπάνιο) πρελούδιο, σύντομο εισαγωγικό μουσικό κομμάτι ενός μεγαλύτερου μουσικού έργου
Αναφορές
- σελ. 838, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- προανάκρουσμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προανάκρουσμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.