πρελούδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρελούδιο τα πρελούδια
      γενική του πρελούδιου των πρελούδιων
    αιτιατική το πρελούδιο τα πρελούδια
     κλητική πρελούδιο πρελούδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρελούδιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική preludio < λατινική preludium < praeludere < prae ("πριν") + ludere < lūdō ("παίζω")

Ουσιαστικό

πρελούδιο ουδέτερο

  1. (μουσική) μουσικό κομμάτι που λειτουργεί ως προοίμιο (εισαγωγή), σε μουσικό έργο
    άλλη μορφή: πρελούντιο
  2. (μουσική φόρμα) ανεξάρτητο μουσικό κομμάτι, συνήθως σύντομο, που έχει ελεύθερο, αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα
    άλλη μορφή: πρελούντιο
  3. (κατ' επέκταση) προοίμιο, προανάκρουσμα, τα προκαταρκτικά μια πράξης

  • praeambulum (λατινικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.