επερχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επερχόμενος | η | επερχόμενη | το | επερχόμενο |
| γενική | του | επερχόμενου | της | επερχόμενης | του | επερχόμενου |
| αιτιατική | τον | επερχόμενο | την | επερχόμενη | το | επερχόμενο |
| κλητική | επερχόμενε | επερχόμενη | επερχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επερχόμενοι | οι | επερχόμενες | τα | επερχόμενα |
| γενική | των | επερχόμενων | των | επερχόμενων | των | επερχόμενων |
| αιτιατική | τους | επερχόμενους | τις | επερχόμενες | τα | επερχόμενα |
| κλητική | επερχόμενοι | επερχόμενες | επερχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.