γενετήσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γενετήσιος | η | γενετήσια | το | γενετήσιο |
| γενική | του | γενετήσιου | της | γενετήσιας | του | γενετήσιου |
| αιτιατική | τον | γενετήσιο | τη | γενετήσια | το | γενετήσιο |
| κλητική | γενετήσιε | γενετήσια | γενετήσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γενετήσιοι | οι | γενετήσιες | τα | γενετήσια |
| γενική | των | γενετήσιων | των | γενετήσιων | των | γενετήσιων |
| αιτιατική | τους | γενετήσιους | τις | γενετήσιες | τα | γενετήσια |
| κλητική | γενετήσιοι | γενετήσιες | γενετήσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γενετήσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
γενετήσιος, -α, -ο
- που αναφέρεται στην σωματική ένωση αρσενικού και θηλυκού και την αναπαραγωγή
- γενετήσιο ένστικτο
- που αναφέρεται σε αναπαραγωγικά όργανα, συμπεριφορές ή ενδοκρινολογία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.