κλειτοριδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλειτοριδισμός | οι | κλειτοριδισμοί |
| γενική | του | κλειτοριδισμού | των | κλειτοριδισμών |
| αιτιατική | τον | κλειτοριδισμό | τους | κλειτοριδισμούς |
| κλητική | κλειτοριδισμέ | κλειτοριδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλειτοριδισμός < κλειτορίδ(α) + -ισμός
Ουσιαστικό
κλειτοριδισμός αρσενικό
- (ιατρική) στύση της κλειτορίδας που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
Μεταφράσεις
κλειτοριδισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.