πρεσβεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρεσβεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρεσβεύω (υποστηρίζω)[1] < αρχαία ελληνική πρεσβεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾeˈzve.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρε‐σβεύ‐ω
Ρήμα
πρεσβεύω (παθητική φωνή: πρεσβεύομαι)
Συγγενικά
- πρέσβευση
- πρεσβευτής
- πρεσβευτικά
- πρεσβευτικός
- πρεσβευτικώς
- πρεσβευτίνα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρεσβεύω | πρέσβευα | θα πρεσβεύω | να πρεσβεύω | πρεσβεύοντας | |
| β' ενικ. | πρεσβεύεις | πρέσβευες | θα πρεσβεύεις | να πρεσβεύεις | πρέσβευε | |
| γ' ενικ. | πρεσβεύει | πρέσβευε | θα πρεσβεύει | να πρεσβεύει | ||
| α' πληθ. | πρεσβεύουμε | πρεσβεύαμε | θα πρεσβεύουμε | να πρεσβεύουμε | ||
| β' πληθ. | πρεσβεύετε | πρεσβεύατε | θα πρεσβεύετε | να πρεσβεύετε | πρεσβεύετε | |
| γ' πληθ. | πρεσβεύουν(ε) | πρέσβευαν πρεσβεύαν(ε) |
θα πρεσβεύουν(ε) | να πρεσβεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρέσβευσα | θα πρεσβεύσω | να πρεσβεύσω | πρεσβεύσει | ||
| β' ενικ. | πρέσβευσες | θα πρεσβεύσεις | να πρεσβεύσεις | πρέσβευσε | ||
| γ' ενικ. | πρέσβευσε | θα πρεσβεύσει | να πρεσβεύσει | |||
| α' πληθ. | πρεσβεύσαμε | θα πρεσβεύσουμε | να πρεσβεύσουμε | |||
| β' πληθ. | πρεσβεύσατε | θα πρεσβεύσετε | να πρεσβεύσετε | πρεσβεύστε | ||
| γ' πληθ. | πρέσβευσαν πρεσβεύσαν(ε) |
θα πρεσβεύσουν(ε) | να πρεσβεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πρεσβεύσει | είχα πρεσβεύσει | θα έχω πρεσβεύσει | να έχω πρεσβεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πρεσβεύσει | είχες πρεσβεύσει | θα έχεις πρεσβεύσει | να έχεις πρεσβεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πρεσβεύσει | είχε πρεσβεύσει | θα έχει πρεσβεύσει | να έχει πρεσβεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρεσβεύσει | είχαμε πρεσβεύσει | θα έχουμε πρεσβεύσει | να έχουμε πρεσβεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πρεσβεύσει | είχατε πρεσβεύσει | θα έχετε πρεσβεύσει | να έχετε πρεσβεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρεσβεύσει | είχαν πρεσβεύσει | θα έχουν πρεσβεύσει | να έχουν πρεσβεύσει |
| |
Αναφορές
- πρεσβεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
πρεσβεύω
- είμαι γηραιότερος σε ηλικία
- παίρνω την πρώτη θέση
- απονέμω πρωτεία
- είμαι πρεσβευτής
- (ελληνιστική κοινή) υποστηρίζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πρέσβυς
Πηγές
- πρεσβεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρεσβεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.