πρεσβεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρεσβεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρεσβεύω (υποστηρίζω)[1] < αρχαία ελληνική πρεσβεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾeˈzve.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρεσβεύω

Ρήμα

πρεσβεύω (παθητική φωνή: πρεσβεύομαι)

  1. πιστεύω, έχω την άποψη ότι
  2. εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω
  3. (θρησκεία) μεσολαβώ μεταξύ ανθρώπων προσευχομένων και θεού / αγίων

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πρεσβεύω < πρέσβ(υς) + -εύω

Ρήμα

πρεσβεύω

  1. είμαι γηραιότερος σε ηλικία
  2. παίρνω την πρώτη θέση
  3. απονέμω πρωτεία
  4. είμαι πρεσβευτής
  5. (ελληνιστική κοινή) υποστηρίζω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.