εκπροσωπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκπροσωπώ < μεσαιωνική ελληνική εκπροσωπώ < εκ- + αρχαία ελληνική πρόσωπον < πρός + ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.pɾo.soˈpo/
Ρήμα
εκπροσωπώ
Συγγενικά
- εκπροσώπευση
- εκπροσωπεύω
- εκπροσώπηση
- εκπρόσωπος
- → δείτε τη λέξη πρόσωπο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκπροσωπώ | εκπροσωπούσα | θα εκπροσωπώ | να εκπροσωπώ | εκπροσωπώντας | |
| β' ενικ. | εκπροσωπείς | εκπροσωπούσες | θα εκπροσωπείς | να εκπροσωπείς | (εκπροσώπει) | |
| γ' ενικ. | εκπροσωπεί | εκπροσωπούσε | θα εκπροσωπεί | να εκπροσωπεί | ||
| α' πληθ. | εκπροσωπούμε | εκπροσωπούσαμε | θα εκπροσωπούμε | να εκπροσωπούμε | ||
| β' πληθ. | εκπροσωπείτε | εκπροσωπούσατε | θα εκπροσωπείτε | να εκπροσωπείτε | εκπροσωπείτε | |
| γ' πληθ. | εκπροσωπούν(ε) | εκπροσωπούσαν(ε) | θα εκπροσωπούν(ε) | να εκπροσωπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκπροσώπησα | θα εκπροσωπήσω | να εκπροσωπήσω | εκπροσωπήσει | ||
| β' ενικ. | εκπροσώπησες | θα εκπροσωπήσεις | να εκπροσωπήσεις | εκπροσώπησε | ||
| γ' ενικ. | εκπροσώπησε | θα εκπροσωπήσει | να εκπροσωπήσει | |||
| α' πληθ. | εκπροσωπήσαμε | θα εκπροσωπήσουμε | να εκπροσωπήσουμε | |||
| β' πληθ. | εκπροσωπήσατε | θα εκπροσωπήσετε | να εκπροσωπήσετε | εκπροσωπήστε | ||
| γ' πληθ. | εκπροσώπησαν εκπροσωπήσαν(ε) |
θα εκπροσωπήσουν(ε) | να εκπροσωπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκπροσωπήσει | είχα εκπροσωπήσει | θα έχω εκπροσωπήσει | να έχω εκπροσωπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκπροσωπήσει | είχες εκπροσωπήσει | θα έχεις εκπροσωπήσει | να έχεις εκπροσωπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκπροσωπήσει | είχε εκπροσωπήσει | θα έχει εκπροσωπήσει | να έχει εκπροσωπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκπροσωπήσει | είχαμε εκπροσωπήσει | θα έχουμε εκπροσωπήσει | να έχουμε εκπροσωπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκπροσωπήσει | είχατε εκπροσωπήσει | θα έχετε εκπροσωπήσει | να έχετε εκπροσωπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκπροσωπήσει | είχαν εκπροσωπήσει | θα έχουν εκπροσωπήσει | να έχουν εκπροσωπήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.