χλωρασιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλωρασιά οι χλωρασιές
      γενική της χλωρασιάς των χλωρασιών
    αιτιατική τη χλωρασιά τις χλωρασιές
     κλητική χλωρασιά χλωρασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χλωρασιά < χλωρός + -ασιά

Ουσιαστικό

χλωρασιά θηλυκό

  1. (λογοτεχνικό) η χλωρή τροφή φυτοφάγων ζώων
  2. (λογοτεχνικό, κατ’ επέκταση) η χλόη, το χλωρό χορτάρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.