πρίμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρίμος | η | πρίμα | το | πρίμο |
| γενική | του | πρίμου | της | πρίμας | του | πρίμου |
| αιτιατική | τον | πρίμο | την | πρίμα | το | πρίμο |
| κλητική | πρίμε | πρίμα | πρίμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρίμοι | οι | πρίμες | τα | πρίμα |
| γενική | των | πρίμων | των | πρίμων | των | πρίμων |
| αιτιατική | τους | πρίμους | τις | πρίμες | τα | πρίμα |
| κλητική | πρίμοι | πρίμες | πρίμα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρίμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πρίμος -α, -ο
- πρώτος, σημαντικότερος, σπουδαιότερος
- (μουσική) που έχει υψηλό τόνο
- (για άνεμο) ευνοϊκός
- → δείτε και την έκφραση ούριος άνεμος
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
πρίμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.