πρίμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρίμος η πρίμα το πρίμο
      γενική του πρίμου της πρίμας του πρίμου
    αιτιατική τον πρίμο την πρίμα το πρίμο
     κλητική πρίμε πρίμα πρίμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρίμοι οι πρίμες τα πρίμα
      γενική των πρίμων των πρίμων των πρίμων
    αιτιατική τους πρίμους τις πρίμες τα πρίμα
     κλητική πρίμοι πρίμες πρίμα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρίμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πρίμος -α, -ο

  1. πρώτος, σημαντικότερος, σπουδαιότερος
  2. (μουσική) που έχει υψηλό τόνο
  3. (για άνεμο) ευνοϊκός
     δείτε και την έκφραση ούριος άνεμος

Συγγενικά

  • πρίμα (επίρρημα)
  • πρίμο (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο· στην έκφραση: πρίμο σεκόντο και συχνά στον πληθυντικό, τα πρίμα)
  • Πρίμος (επώνυμο, σπάνιο)

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.