Πρίμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πρίμος οι Πρίμοι
      γενική του Πρίμου των Πρίμων
    αιτιατική τον Πρίμο τους Πρίμους
     κλητική Πρίμε Πρίμοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πρίμος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πρίμος αρσενικό (θηλυκό Πρίμου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.