πρίμο
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
πρίμο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η φωνή μιας μελωδίας που κινείται σε υψηλότερες νότες
- ※ Θυμάμαι τους γονείς μου να τραγουδάνε πρίμο–σεγόντο «Κι αν ο αγέρας φυσά…» των Σεφέρη / Μούτση. (www.tovima.gr, 11.03.2022)
- (ουσιαστικοποιημένο) πρίμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.