ούριος άνεμος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ούριος άνεμος < ούριος και άνεμος

Πολυλεκτικός όρος

ούριος άνεμος αρσενικό

  1. άνεμος που πλέει προς την κατεύθυνση της κίνησης ενός πλοίου, ευνοϊκός άνεμος
  2. (μεταφορικά) οι ευνοϊκές συνθήκες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.