πριμαντόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πριμαντόνα | οι | πριμαντόνες |
| γενική | της | πριμαντόνας | — | |
| αιτιατική | την | πριμαντόνα | τις | πριμαντόνες |
| κλητική | πριμαντόνα | πριμαντόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πριμαντόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική primadonna / prima donna (κυριολεκτικά: πρώτη κυρία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾi.maˈdo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρι‐μα‐ντό‐να
Ουσιαστικό
πριμαντόνα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.