πριμαντόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πριμαντόνα οι πριμαντόνες
      γενική της πριμαντόνας
    αιτιατική την πριμαντόνα τις πριμαντόνες
     κλητική πριμαντόνα πριμαντόνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πριμαντόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική primadonna / prima donna (κυριολεκτικά: πρώτη κυρία)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾi.maˈdo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πριμαντόνα

Ουσιαστικό

πριμαντόνα θηλυκό

  1. (μουσική) σπουδαία τραγουδίστρια στην όπερα, συνήθως η υψίφωνος στον πρωταγωνιστικό ρόλο
  2. (μεταφορικά) που συμπεριφέρεται αλαζονικά, σαν να ήταν το κεντρικό πρόσωπο μιας κατάστασης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.