αυτοπορτρέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αυτοπορτρέτο | τα | αυτοπορτρέτα |
| γενική | του | αυτοπορτρέτου | των | αυτοπορτρέτων |
| αιτιατική | το | αυτοπορτρέτο | τα | αυτοπορτρέτα |
| κλητική | αυτοπορτρέτο | αυτοπορτρέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αυτοπορτρέτο ουδέτερο
- η αυτοπροσωπογραφία
- Γκαλερί εκθέτει άγνωστο αυτοπορτρέτο του Πικάσο για πρώτη φορά. (*)
- (νεολογισμός) η φωτογραφία που βγάζει κάποιος τον εαυτό του, πολλές φορές μέσα από έναν καθρέφτη, με το κινητό του ή άλλη φωτογραφική μηχανή
- ≈ συνώνυμα: σέλφι
- Μετά τα φωτογραφικά αυτοπορτρέτα των διασήμων, γνωστά ως σέλφι (selfie), που έχουν κατακλύσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σειρά πήραν τα «άσι» (usie). Με πρώτο συνθετικό το «εμείς», τα usie δεν είναι τίποτε άλλο από διπλά σέλφι στα οποία διάσημα και πολύ ερωτευμένα ζευγάρια ποζάρουν και αυτοφωτογραφίζονται μαζί σε εικόνες για το facebook, το twitter και το instagram. (*)
Μεταφράσεις
αυτοπορτρέτο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.