ξεσυνερίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεσυνερίζομαι < ξε- + συνερίζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεσυνερίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος συνερίζω < σύν + ἐρίζω < ἔρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ere- (χωρίζω)
Ρήμα
ξεσυνερίζομαι
- διαγωνίζομαι ή ανταγωνίζομαι με κάποιον
- ↪ Μα ξεσυνερίζεσαι τον ίδιο σου το γιο;
- παίρνω υπόψη μου και λογαριάζω αυτά που λέει κάποιος σε βάρος μου, θυμώνω μαζί του
- ↪ Αφού είναι βλάκας, γιατί τον ξεσυνερίζεσαι;
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεσυνερίζομαι | ξεσυνεριζόμουν(α) | θα ξεσυνερίζομαι | να ξεσυνερίζομαι | ||
| β' ενικ. | ξεσυνερίζεσαι | ξεσυνεριζόσουν(α) | θα ξεσυνερίζεσαι | να ξεσυνερίζεσαι | (ξεσυνερίζου) | |
| γ' ενικ. | ξεσυνερίζεται | ξεσυνεριζόταν(ε) | θα ξεσυνερίζεται | να ξεσυνερίζεται | ||
| α' πληθ. | ξεσυνεριζόμαστε | ξεσυνεριζόμαστε ξεσυνεριζόμασταν |
θα ξεσυνεριζόμαστε | να ξεσυνεριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεσυνερίζεστε | ξεσυνεριζόσαστε ξεσυνεριζόσασταν |
θα ξεσυνερίζεστε | να ξεσυνερίζεστε | (ξεσυνερίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεσυνερίζονται | ξεσυνερίζονταν ξεσυνεριζόντουσαν |
θα ξεσυνερίζονται | να ξεσυνερίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεσυνερίστηκα | θα ξεσυνεριστώ | να ξεσυνεριστώ | ξεσυνεριστεί | ||
| β' ενικ. | ξεσυνερίστηκες | θα ξεσυνεριστείς | να ξεσυνεριστείς | ξεσυνερίσου | ||
| γ' ενικ. | ξεσυνερίστηκε | θα ξεσυνεριστεί | να ξεσυνεριστεί | |||
| α' πληθ. | ξεσυνεριστήκαμε | θα ξεσυνεριστούμε | να ξεσυνεριστούμε | |||
| β' πληθ. | ξεσυνεριστήκατε | θα ξεσυνεριστείτε | να ξεσυνεριστείτε | ξεσυνεριστείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεσυνερίστηκαν ξεσυνεριστήκαν(ε) |
θα ξεσυνεριστούν(ε) | να ξεσυνεριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεσυνεριστεί | είχα ξεσυνεριστεί | θα έχω ξεσυνεριστεί | να έχω ξεσυνεριστεί | ξεσυνερισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεσυνεριστεί | είχες ξεσυνεριστεί | θα έχεις ξεσυνεριστεί | να έχεις ξεσυνεριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεσυνεριστεί | είχε ξεσυνεριστεί | θα έχει ξεσυνεριστεί | να έχει ξεσυνεριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεσυνεριστεί | είχαμε ξεσυνεριστεί | θα έχουμε ξεσυνεριστεί | να έχουμε ξεσυνεριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεσυνεριστεί | είχατε ξεσυνεριστεί | θα έχετε ξεσυνεριστεί | να έχετε ξεσυνεριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεσυνεριστεί | είχαν ξεσυνεριστεί | θα έχουν ξεσυνεριστεί | να έχουν ξεσυνεριστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.