πολύπειρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύπειρος | η | πολύπειρη | το | πολύπειρο |
| γενική | του | πολύπειρου | της | πολύπειρης | του | πολύπειρου |
| αιτιατική | τον | πολύπειρο | την | πολύπειρη | το | πολύπειρο |
| κλητική | πολύπειρε | πολύπειρη | πολύπειρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύπειροι | οι | πολύπειρες | τα | πολύπειρα |
| γενική | των | πολύπειρων | των | πολύπειρων | των | πολύπειρων |
| αιτιατική | τους | πολύπειρους | τις | πολύπειρες | τα | πολύπειρα |
| κλητική | πολύπειροι | πολύπειρες | πολύπειρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύπειρος < αρχαία ελληνική πολύπειρος[1] [2] [3] < πολύς + πεῖρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.pi.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐πει‐ρος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- πολυπειρία
- → δείτε τις λέξεις πολύς και πείρα
Μεταφράσεις
πολύπειρος
|
- πολύπειρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πολύπειρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολύπειρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.