πολυπειρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυπειρία | οι | πολυπειρίες |
| γενική | της | πολυπειρίας | των | πολυπειριών |
| αιτιατική | την | πολυπειρία | τις | πολυπειρίες |
| κλητική | πολυπειρία | πολυπειρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυπειρία < αρχαία ελληνική πολυπειρία[1] < πολύπειρος
Μεταφράσεις
πολυπειρία
|
|
Πηγές
- πολυπειρία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- πολυπειρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.