πολυμορφηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυμορφηματικός | η | πολυμορφηματική | το | πολυμορφηματικό |
| γενική | του | πολυμορφηματικού | της | πολυμορφηματικής | του | πολυμορφηματικού |
| αιτιατική | τον | πολυμορφηματικό | την | πολυμορφηματική | το | πολυμορφηματικό |
| κλητική | πολυμορφηματικέ | πολυμορφηματική | πολυμορφηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυμορφηματικοί | οι | πολυμορφηματικές | τα | πολυμορφηματικά |
| γενική | των | πολυμορφηματικών | των | πολυμορφηματικών | των | πολυμορφηματικών |
| αιτιατική | τους | πολυμορφηματικούς | τις | πολυμορφηματικές | τα | πολυμορφηματικά |
| κλητική | πολυμορφηματικοί | πολυμορφηματικές | πολυμορφηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυμορφηματικός < πολυ- + μορφηματικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική polymorphemic
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.moɾ.fi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐μορ‐φη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο
πολυμορφηματικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που αποτελείται από περισσότερα συστατικά μορφήματα που φέρουν είτε σημασία, είτε γραμματική πληροφορία
- η λέξη ψυχοβγάλτης είναι πολυμορφηματική: αναλύεται στα δεσμευμένα μορφήματα ψυχο- (ψυχή) + βγαλ- (βγάζω) + -της
Μεταφράσεις
πολυμορφηματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.