ψυχοβγάλτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχοβγάλτης οι ψυχοβγάλτες
      γενική του ψυχοβγάλτη των ψυχοβγαλτών
    αιτιατική τον ψυχοβγάλτη τους ψυχοβγάλτες
     κλητική ψυχοβγάλτη ψυχοβγάλτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχοβγάλτης < ψυχο- + έβγαλα (αόριστος τού βγάζω) + -της

Ουσιαστικό

ψυχοβγάλτης αρσενικό (θηλυκό: ψυχοβγάλτρα)

  1. (λαογραφία) ονομασία του αρχαγγέλου (Γαβριήλ ή Μιχαήλ) που είναι παρών τη στιγμή που κάποιος ξεψυχά
  2. (μεταφορικά) αυτός που μας βασανίζει, που μας ταλαιπωρεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.