ψυχοβγάλτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυχοβγάλτης | οι | ψυχοβγάλτες |
| γενική | του | ψυχοβγάλτη | των | ψυχοβγαλτών |
| αιτιατική | τον | ψυχοβγάλτη | τους | ψυχοβγάλτες |
| κλητική | ψυχοβγάλτη | ψυχοβγάλτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψυχοβγάλτης αρσενικό (θηλυκό: ψυχοβγάλτρα)
- (λαογραφία) ονομασία του αρχαγγέλου (Γαβριήλ ή Μιχαήλ) που είναι παρών τη στιγμή που κάποιος ξεψυχά
- (μεταφορικά) αυτός που μας βασανίζει, που μας ταλαιπωρεί
Μεταφράσεις
ψυχοβγάλτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.