μορφηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μορφηματικός | η | μορφηματική | το | μορφηματικό |
| γενική | του | μορφηματικού | της | μορφηματικής | του | μορφηματικού |
| αιτιατική | τον | μορφηματικό | τη | μορφηματική | το | μορφηματικό |
| κλητική | μορφηματικέ | μορφηματική | μορφηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μορφηματικοί | οι | μορφηματικές | τα | μορφηματικά |
| γενική | των | μορφηματικών | των | μορφηματικών | των | μορφηματικών |
| αιτιατική | τους | μορφηματικούς | τις | μορφηματικές | τα | μορφηματικά |
| κλητική | μορφηματικοί | μορφηματικές | μορφηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /moɾ.fi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φη‐μα‐τι‐κός
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.