εφευρετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εφευρετικός | η | εφευρετική | το | εφευρετικό |
| γενική | του | εφευρετικού | της | εφευρετικής | του | εφευρετικού |
| αιτιατική | τον | εφευρετικό | την | εφευρετική | το | εφευρετικό |
| κλητική | εφευρετικέ | εφευρετική | εφευρετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εφευρετικοί | οι | εφευρετικές | τα | εφευρετικά |
| γενική | των | εφευρετικών | των | εφευρετικών | των | εφευρετικών |
| αιτιατική | τους | εφευρετικούς | τις | εφευρετικές | τα | εφευρετικά |
| κλητική | εφευρετικοί | εφευρετικές | εφευρετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εφευρετικός < (ελληνιστική κοινή) ἐφευρετικός
Επίθετο
εφευρετικός
- που έχει την ικανότητα να κάνει εφευρέσεις
- που έχει την ικανότητα να βρίσκει εύκολα λύσεις σε προβλήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.