τρικυμιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρικυμιώδης | η | τρικυμιώδης | το | τρικυμιώδες |
| γενική | του | τρικυμιώδους | της | τρικυμιώδους | του | τρικυμιώδους |
| αιτιατική | τον | τρικυμιώδη | την | τρικυμιώδη | το | τρικυμιώδες |
| κλητική | τρικυμιώδη(ς) | τρικυμιώδης | τρικυμιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρικυμιώδεις | οι | τρικυμιώδεις | τα | τρικυμιώδη |
| γενική | των | τρικυμιωδών | των | τρικυμιωδών | των | τρικυμιωδών |
| αιτιατική | τους | τρικυμιώδεις | τις | τρικυμιώδεις | τα | τρικυμιώδη |
| κλητική | τρικυμιώδεις | τρικυμιώδεις | τρικυμιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
τρικυμιώδης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.