πολυεστέρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυεστέρας οι πολυεστέρες
      γενική του πολυεστέρα των πολυεστέρων
    αιτιατική τον πολυεστέρα τους πολυεστέρες
     κλητική πολυεστέρα πολυεστέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυεστέρας < (λόγιο δάνειο) αγγλική polyester, υβριδικό σύνθετο < poly- (< αρχαία ελληνική πολυ-) + ester (εστέρας, γερμανικής προέλευσης) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /po.li.eˈste.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολυεστέρας

Ουσιαστικό

πολυεστέρας αρσενικό

  1. (χημεία) πλαστικό υλικό για την κατασκευή συνθετικών υφασμάτων ή χυτών αντικειμένων
  2. (χημεία) βερνίκι επικάλυψης ξύλινων επιφανειών
  3. (χημεία, ιδίως στον πληθυντικό πολυεστέρες)[2] πολυμερής ένωση με μακρομοριακές αλυσίδες από ομάδες εστέρων
    κορεσμένοι, ακόρεστοι πολυστέρες αρωματικοί πολυεστέρες

  • πολυέστερ (ουδέτερο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πολυεστέρας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. λήμματα πολυεστέρες, πολυεστέρας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.