μακρομοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακρομοριακός | η | μακρομοριακή | το | μακρομοριακό |
| γενική | του | μακρομοριακού | της | μακρομοριακής | του | μακρομοριακού |
| αιτιατική | τον | μακρομοριακό | τη | μακρομοριακή | το | μακρομοριακό |
| κλητική | μακρομοριακέ | μακρομοριακή | μακρομοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακρομοριακοί | οι | μακρομοριακές | τα | μακρομοριακά |
| γενική | των | μακρομοριακών | των | μακρομοριακών | των | μακρομοριακών |
| αιτιατική | τους | μακρομοριακούς | τις | μακρομοριακές | τα | μακρομοριακά |
| κλητική | μακρομοριακοί | μακρομοριακές | μακρομοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακρομοριακός < μακρομόριο
Συνώνυμα
- μεγαλομοριακός
Αντώνυμα
- μικρομοριακός
Μεταφράσεις
μακρομοριακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.