-ποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ποιητικός | η | -ποιητική | το | -ποιητικό |
| γενική | του | -ποιητικού | της | -ποιητικής | του | -ποιητικού |
| αιτιατική | τον | -ποιητικό | τη(ν) | -ποιητική | το | -ποιητικό |
| κλητική | -ποιητικέ | -ποιητική | -ποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ποιητικοί | οι | -ποιητικές | τα | -ποιητικά |
| γενική | των | -ποιητικών | των | -ποιητικών | των | -ποιητικών |
| αιτιατική | τους | -ποιητικούς | τις | -ποιητικές | τα | -ποιητικά |
| κλητική | -ποιητικοί | -ποιητικές | -ποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ποιητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ποιητικός και λόγιο δάνειο από τη γαλλική -poiétique[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.i.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ποι‐η‐τι‐κός
Επίθημα
-ποιητικός, -ή, -ό
- επίθημα επιθέτων τα οποία δηλώνουν πως μπορεί να παράξει ή εκφράσει το αναφερόμενο στο πρώτο συνθετικό
- αιματοποιητικός, αρτοποιητικός, σταθεροποιητικός
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ποιητικός στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-ποιητικός" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ποιητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.