πλουμισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλουμισμένος η πλουμισμένη το πλουμισμένο
      γενική του πλουμισμένου της πλουμισμένης του πλουμισμένου
    αιτιατική τον πλουμισμένο την πλουμισμένη το πλουμισμένο
     κλητική πλουμισμένε πλουμισμένη πλουμισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλουμισμένοι οι πλουμισμένες τα πλουμισμένα
      γενική των πλουμισμένων των πλουμισμένων των πλουμισμένων
    αιτιατική τους πλουμισμένους τις πλουμισμένες τα πλουμισμένα
     κλητική πλουμισμένοι πλουμισμένες πλουμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /plu.miˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλουμισμένος

Μετοχή

πλουμισμένος, -η, -ο

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.