πλουμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλουμισμένος | η | πλουμισμένη | το | πλουμισμένο |
| γενική | του | πλουμισμένου | της | πλουμισμένης | του | πλουμισμένου |
| αιτιατική | τον | πλουμισμένο | την | πλουμισμένη | το | πλουμισμένο |
| κλητική | πλουμισμένε | πλουμισμένη | πλουμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλουμισμένοι | οι | πλουμισμένες | τα | πλουμισμένα |
| γενική | των | πλουμισμένων | των | πλουμισμένων | των | πλουμισμένων |
| αιτιατική | τους | πλουμισμένους | τις | πλουμισμένες | τα | πλουμισμένα |
| κλητική | πλουμισμένοι | πλουμισμένες | πλουμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /plu.miˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλου‐μι‐σμέ‐νος
Σύνθετα
- ομορφοπλουμισμένος
- περιπλουμισμένος
- χρυσοπλουμισμένος
- λήγουν σε -πλουμισμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
πλουμισμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.