παραπληροφορώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραπληροφορώ < παρα- + πληροφορώ, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική misinform

Ρήμα

παραπληροφορώ , πρτ.: παραπληροφορούσα, στ.μέλλ.: θα παραπληροφορήσω, αόρ.: παραπληροφόρησα, παθ.φωνή: παραπληροφορούμαι, π.αόρ.: παραπληροφορήθηκα, μτχ.π.π.: παραπληροφορημένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.