πληροφοριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πληροφοριακός | η | πληροφοριακή | το | πληροφοριακό |
| γενική | του | πληροφοριακού | της | πληροφοριακής | του | πληροφοριακού |
| αιτιατική | τον | πληροφοριακό | την | πληροφοριακή | το | πληροφοριακό |
| κλητική | πληροφοριακέ | πληροφοριακή | πληροφοριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πληροφοριακοί | οι | πληροφοριακές | τα | πληροφοριακά |
| γενική | των | πληροφοριακών | των | πληροφοριακών | των | πληροφοριακών |
| αιτιατική | τους | πληροφοριακούς | τις | πληροφοριακές | τα | πληροφοριακά |
| κλητική | πληροφοριακοί | πληροφοριακές | πληροφοριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πληροφοριακός < πληροφορία + -ακός
Ουσιαστικό
πληροφοριακός αρσενικό ή θηλυκό
- μαθηματικός με κέντρο μελέτης και έρευνας την θεωρία της πληροφορίας
- Ο Claude Shannon είναι ο σημαντικότερος πληροφοριακός όντας πατέρας της σύγχρονης θεωρίας της πληροφορίας.
Συγγενικά
- πληροφοριακά
- → δείτε τις λέξεις πληροφορώ, πλήρης και φέρω
Υπώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.