απληροφόρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απληροφόρητος η απληροφόρητη το απληροφόρητο
      γενική του απληροφόρητου της απληροφόρητης του απληροφόρητου
    αιτιατική τον απληροφόρητο την απληροφόρητη το απληροφόρητο
     κλητική απληροφόρητε απληροφόρητη απληροφόρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απληροφόρητοι οι απληροφόρητες τα απληροφόρητα
      γενική των απληροφόρητων των απληροφόρητων των απληροφόρητων
    αιτιατική τους απληροφόρητους τις απληροφόρητες τα απληροφόρητα
     κλητική απληροφόρητοι απληροφόρητες απληροφόρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απληροφόρητος < (ελληνιστική κοινή) ἀπληροφόρητος

Επίθετο

απληροφόρητος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.