απληροφορησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απληροφορησία | οι | απληροφορησίες |
| γενική | της | απληροφορησίας | των | απληροφορησιών |
| αιτιατική | την | απληροφορησία | τις | απληροφορησίες |
| κλητική | απληροφορησία | απληροφορησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απληροφορησία < απληροφόρητος + -σία
Μεταφράσεις
απληροφορησία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.