πληροφορούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πληροφορούμαι < παθητική φωνή του πληροφορώ
Ρήμα
πληροφορούμαι, στ.μέλλ.: θα πληροφορηθώ, αόρ.: πληροφορήθηκα, μτχ.π.π.: πληροφορημένος
- με πληροφορούν, μαθαίνω κάτι από πληροφορίες
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πληροφορούμαι | πληροφορούμουν | θα πληροφορούμαι | να πληροφορούμαι | ||
| β' ενικ. | πληροφορείσαι | πληροφορούσουν | θα πληροφορείσαι | να πληροφορείσαι | ||
| γ' ενικ. | πληροφορείται | πληροφορούνταν | θα πληροφορείται | να πληροφορείται | ||
| α' πληθ. | πληροφορούμαστε | πληροφορούμασταν πληροφορούμαστε |
θα πληροφορούμαστε | να πληροφορούμαστε | ||
| β' πληθ. | πληροφορείστε | πληροφορούσασταν πληροφορούσαστε |
θα πληροφορείστε | να πληροφορείστε | πληροφορείστε | |
| γ' πληθ. | πληροφορούνται | πληροφορούνταν | θα πληροφορούνται | να πληροφορούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πληροφορήθηκα | θα πληροφορηθώ | να πληροφορηθώ | πληροφορηθεί | ||
| β' ενικ. | πληροφορήθηκες | θα πληροφορηθείς | να πληροφορηθείς | πληροφορήσου | ||
| γ' ενικ. | πληροφορήθηκε | θα πληροφορηθεί | να πληροφορηθεί | |||
| α' πληθ. | πληροφορηθήκαμε | θα πληροφορηθούμε | να πληροφορηθούμε | |||
| β' πληθ. | πληροφορηθήκατε | θα πληροφορηθείτε | να πληροφορηθείτε | πληροφορηθείτε | ||
| γ' πληθ. | πληροφορήθηκαν πληροφορηθήκαν(ε) |
θα πληροφορηθούν(ε) | να πληροφορηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πληροφορηθεί | είχα πληροφορηθεί | θα έχω πληροφορηθεί | να έχω πληροφορηθεί | πληροφορημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πληροφορηθεί | είχες πληροφορηθεί | θα έχεις πληροφορηθεί | να έχεις πληροφορηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πληροφορηθεί | είχε πληροφορηθεί | θα έχει πληροφορηθεί | να έχει πληροφορηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πληροφορηθεί | είχαμε πληροφορηθεί | θα έχουμε πληροφορηθεί | να έχουμε πληροφορηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πληροφορηθεί | είχατε πληροφορηθεί | θα έχετε πληροφορηθεί | να έχετε πληροφορηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πληροφορηθεί | είχαν πληροφορηθεί | θα έχουν πληροφορηθεί | να έχουν πληροφορηθεί | ||
Μεταφράσεις
πληροφορούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.