πληροφορούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πληροφορούμαι < παθητική φωνή του πληροφορώ

Ρήμα

πληροφορούμαι, στ.μέλλ.: θα πληροφορηθώ, αόρ.: πληροφορήθηκα, μτχ.π.π.: πληροφορημένος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.