πληροφορούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληροφορούμενος η πληροφορούμενη το πληροφορούμενο
      γενική του πληροφορούμενου της πληροφορούμενης του πληροφορούμενου
    αιτιατική τον πληροφορούμενο την πληροφορούμενη το πληροφορούμενο
     κλητική πληροφορούμενε πληροφορούμενη πληροφορούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληροφορούμενοι οι πληροφορούμενες τα πληροφορούμενα
      γενική των πληροφορούμενων των πληροφορούμενων των πληροφορούμενων
    αιτιατική τους πληροφορούμενους τις πληροφορούμενες τα πληροφορούμενα
     κλητική πληροφορούμενοι πληροφορούμενες πληροφορούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.ɾo.foˈɾu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πληροφορούμενος

Μετοχή

πληροφορούμενος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.