πλημμεληματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλημμεληματικός η πλημμεληματική το πλημμεληματικό
      γενική του πλημμεληματικού της πλημμεληματικής του πλημμεληματικού
    αιτιατική τον πλημμεληματικό την πλημμεληματική το πλημμεληματικό
     κλητική πλημμεληματικέ πλημμεληματική πλημμεληματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλημμεληματικοί οι πλημμεληματικές τα πλημμεληματικά
      γενική των πλημμεληματικών των πλημμεληματικών των πλημμεληματικών
    αιτιατική τους πλημμεληματικούς τις πλημμεληματικές τα πλημμεληματικά
     κλητική πλημμεληματικοί πλημμεληματικές πλημμεληματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλημμεληματικός < πλημμέλημα + -τικός < αρχαία ελληνική πλημμέλημα < πλημμελής < πλήν + μέλος

Επίθετο

πλημμεληματικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.