πλημμελειοδίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλημμελειοδίκης οι πλημμελειοδίκες
      γενική του πλημμελειοδίκη των πλημμελειοδικών
    αιτιατική τον πλημμελειοδίκη τους πλημμελειοδίκες
     κλητική πλημμελειοδίκη πλημμελειοδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλημμελειοδίκης < πλημμέλει(α) + -ο- + -δίκης

Ουσιαστικό

πλημμελειοδίκης αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.