πλημμέλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλημμέλημα | τα | πλημμελήματα |
| γενική | του | πλημμελήματος | των | πλημμελημάτων |
| αιτιατική | το | πλημμέλημα | τα | πλημμελήματα |
| κλητική | πλημμέλημα | πλημμελήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλημμέλημα < αρχαία ελληνική πλημμέλημα < πλημμελής < πλήν + μέλος
Ουσιαστικό
πλημμέλημα ουδέτερο
- (νομικός όρος) αδίκημα βαρύτερο από το πταίσμα και ελαφρύτερο από το κακούργημα· τιμωρείται με φυλάκιση έως πέντε ετών
- Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου είχε οδηγηθεί η υπόθεση, είχε κρίνει ότι η υπεύθυνη του γηροκομείου διέπραξε το πλημμέλημα της κατ΄ εξακολούθησης λαθρεμπορίας, καθώς παράνομα χρησιμοποίησε και για ίδιον όφελος «πετρέλαιο θέρμανσης για άλλη εκτός από θέρμανση χρήση, με σκοπό να στερήσει το Δημόσιο από τους εισπρακτέους δασμούς, τέλη και φόρους, οι δε δασμοί και φόροι που στερήθηκε το δημόσιο υπερβαίνουν το ποσό τις 30.000 ευρώ» (ανέρχεται στο ποσό των 66.798 ευρώ). (*)
Συγγενικά
- πλημμελειοδικείο
- πλημμελειοδίκης
- → δείτε τις λέξεις πλημμελής, πλην και μέλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.