πλανεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλανεμένος η πλανεμένη το πλανεμένο
      γενική του πλανεμένου της πλανεμένης του πλανεμένου
    αιτιατική τον πλανεμένο την πλανεμένη το πλανεμένο
     κλητική πλανεμένε πλανεμένη πλανεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλανεμένοι οι πλανεμένες τα πλανεμένα
      γενική των πλανεμένων των πλανεμένων των πλανεμένων
    αιτιατική τους πλανεμένους τις πλανεμένες τα πλανεμένα
     κλητική πλανεμένοι πλανεμένες πλανεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /pla.neˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλανεμένος
παρώνυμο: πλανημένος

Μετοχή

πλανεμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

όπως ενδεικτικά, (ιδίως στη λογοτεχνία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.