απλάνευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλάνευτος η απλάνευτη το απλάνευτο
      γενική του απλάνευτου της απλάνευτης του απλάνευτου
    αιτιατική τον απλάνευτο την απλάνευτη το απλάνευτο
     κλητική απλάνευτε απλάνευτη απλάνευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλάνευτοι οι απλάνευτες τα απλάνευτα
      γενική των απλάνευτων των απλάνευτων των απλάνευτων
    αιτιατική τους απλάνευτους τις απλάνευτες τα απλάνευτα
     κλητική απλάνευτοι απλάνευτες απλάνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απλάνευτος < α- + πλανεύω + -τος

Επίθετο

απλάνευτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.