flabby
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | flabby |
| συγκριτικός | flabbier |
| υπερθετικός | flabbiest |
Επίθετο
flabby (en) (ανεπίσημο, κακόσημο)
- πλαδαρός, για σαρκώδη μέλη του σώματος που δεν είναι σφιχτός, δεμένος, που είναι χαλαρός, μαλακός
- ↪ a flabby stomach - πλαδαρή κοιλιά
- ↪ flabby glutes - πλαδαροί γλουτοί
- ↪ His body is untrained, flabby.
- Το σώμα του είναι αγύμναστο, πλαδαρό.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.