πλαδαρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαδαρότητα οι πλαδαρότητες
      γενική της πλαδαρότητας των πλαδαροτήτων
    αιτιατική την πλαδαρότητα τις πλαδαρότητες
     κλητική πλαδαρότητα πλαδαρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλαδαρότητα < ελληνιστική κοινή πλαδαρότης < αρχαία ελληνική πλαδαρός

Ουσιαστικό

πλαδαρότητα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος ή κάτι πλαδαρό(ς)
  2. (μεταφορικά) έλλειψη ζωηρότητας και ζωντάνιας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.