πιόμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιόμα τα πιόματα
      γενική του πιόματος των πιομάτων
    αιτιατική το πιόμα τα πιόματα
     κλητική πιόμα πιόματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιόμα: Κατά τον Πετρούνια,[1] < λέξη πίωμα με συνίζηση ⟨ιώ⟩ < (πίνω) αοριστικό θέμα υποτακτικής πιω- (όπως στο πιω) + -μα[2] με ορθογραφική απλοποίηση. Δείτε επίσης, το μεσαιωνικό πιόμα. και το κατάπιομα. Διαφορετική περίπτωση το όμικρον στο πιοτό.
Κατά τον Μπαμπινιώτη,[3] < μεσαιωνικό πιῶμα (δείτε πιόμα) < θέμα πιω- + -μα. Προτείνει γραφή με ωμέγα, πιώμα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpço.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιόμα

Ουσιαστικό

πιόμα ουδέτερο (λαϊκότροπο)

  1. το (αλκοολούχο) ποτό
     συνώνυμα: πιοτό, πιοτί, ποτό
  2. η πόση

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πιόμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    ΣτΕ: Οι ετυμολογίες του Λεξικού, από τον Ευάγγελο Πετρούνια.
  2. «πιόμα» -Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
  3. «πιώμα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πιόμα (πίνω) αοριστικό θέμα υποτακτικής πιω- + -μα. Για τη γραφή με όμικρον, δείτε το νεοελληνικό απόπιομα.

Ουσιαστικό

πιόμα ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πίνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.