πιοτό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιοτό τα πιοτά
      γενική του πιοτού των πιοτών
    αιτιατική το πιοτό τα πιοτά
     κλητική πιοτό πιοτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιοτό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πιοτό(ν) < ποτόν με επίδραση του συνοπτικού θέματος πι- του πίνω} < αρχαία ελληνική ποτόν,[1] ουδέτερο του ποτός

Ουσιαστικό

πιοτό ουδέτερο

  1. (οικείο) άλλη μορφή του ποτό
  2. το να πίνει κάποιος οινοπνευματώδη ποτά

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις πίνω και ποτό

  • ποντιακά πιοτόν, ποτόν
  • πιοτόν (ιδιωματικό, Ρόδος)
  • ποτόν (ιδιωματικό, Κάρπαθος, Πόντος)

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πιοτό < ποτόν με επίδραση του συνοπτικού θέματος πι- του πίνω}

Ουσιαστικό

πιοτό ουδέτερο

  • άλλη μορφή του ποτόν
    άλλες μορφές: πιοτόν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.