πιω
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈpço
/
ομόηχα
:
πιο
,
ποιο
Ρηματικός τύπος
πιω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
πίνω
θα πιω
:
α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
πίνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.