απόπιομα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόπιομα | τα | αποπιόματα |
| γενική | του | αποπιόματος | των | αποπιομάτων |
| αιτιατική | το | απόπιομα | τα | αποπιόματα |
| κλητική | απόπιομα | αποπιόματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.pço.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐πιο‐μα
Μεταφράσεις
απόπιομα
|
|
Πηγές
- απόπιομα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απόπιομα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.