amer
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Επίθετο
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
amer
amers
θηλυκό
amère
amères
amer
(fr)
πικρός
(
μεταφορικά
)
οδυνηρός
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
amer
amers
amer
(fr)
αρσενικό
σταθερό σημείο μέσα στη
θάλασσα
ή στην
ακτή
, ορατό από παντού, που χρησιμεύει σαν σημάδι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.